- κοιλιακή
- κοιλιακόςof the bowelsfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιλιακῇ — κοιλιακός of the bowels fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιακή αρτηρία — Μια αρτηρία που διακλαδίζεται από την αορτή και τροφοδοτεί με αίμα τα πεπτικά όργανα του επάνω κοιλιακού τμήματος … Dictionary of Greek
κοιλιακή συστολή — Φάση της καρδιακής λειτουργίας. Ειδικότερα, στο τέλος της κολπικής συστολής, το ηλεκτρικό ερέθισμα από τον φλεβόκομβο έχει εξαπλωθεί σε έναν δεύτερο κόμβο, τον κολποκοιλιακό κόμβο, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στους κόλπους και στις κοιλίες. Μετά… … Dictionary of Greek
λαπαροσκόπηση — Μέθοδος ενδοσκοπικής εξέτασης των εσωτερικών οργάνων της κοιλίας και της πυέλου με τη χρήση λαπαροσκοπίου οπτικών ινών. Η λ. διαρκεί περίπου 30 λεπτά. Γίνεται με γενική νάρκωση και ο εξεταζόμενος ξαπλώνει ανάσκελα, με τα γόνατα λυγισμένα και… … Dictionary of Greek
ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… … Dictionary of Greek
εκτακτοσυστολή — Διαδεδομένη μορφή αρρυθμίας που χαρακτηρίζεται από έκτακτες συστολές της καρδιάς, οι οποίες προκαλούνται από αύξηση της διεγερσιμότητας του μυοκαρδίου σε περιοχές εκτός από αυτές που φυσιολογικά διεγείρονται ηλεκτρικά κατά τον καρδιακό παλμό. Οι… … Dictionary of Greek
ταχυκαρδία — Υπερβολική ταχύτητα των καρδιακών παλμών, γενικά με συχνότητα άνω των 100 ανά λεπτό. Οι σημαντικότερες μορφές τ. είναι: η φλεβοκομβική, η κολπική παροξυσμική και η κοιλιακή παροξυσμική. Μιλάμε για φλεβοκομβική, τ. όταν ο φλεβόκομβος εργάζεται σε… … Dictionary of Greek
Αμφίνευρα — (ampineura). Ομοταξία μαλακίων. Περιλαμβάνει τα πιο πρωτόγονα μαλάκια, που μοιάζουν χαρακτηριστικά με τους δακτυλιοσκώληκες. Ζουν στις ακτές της θάλασσας και σε διάφορα βάθη από 2.000 4.000 μ. Έρπουν πάνω στα στερεά αντικείμενα του πυθμένα ή… … Dictionary of Greek
αγγειογραφία — Η σκιαγραφική απεικόνιση των κλάδων ενός αγγειακού στελέχους μετά από έγχυση σκιερής ουσίας μέσα στο αγγείο. Η έγχυση της σκιερής ουσίας γίνεται είτε απευθείας με διαδερμική παρακέντηση του αγγείου είτε κατόπιν εισαγωγής ειδικού λεπτού καθετήρα.… … Dictionary of Greek
αλωνία — Τρία είδη φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Η επιστημονική τους ονομασία είναι αλχάγιο και, το καθένα χωριστά, αλχάγιο το ελληνικό, αλχάγιο το καμήλιο και αλχάγιο το μαυριτανικό. Είναι φυτά φρυγανώδη με πολλά αγκαθωτά κλαδιά και μικρά φύλλα. Τα … Dictionary of Greek